- απολυτίκιο
- Εκκλησιαστικό ποίημα στο οποίο με συντομία αναπτύσσεται το ιστορικό της γιορτής της ημέρας. Τα α. είναι καθιερωμένα στη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα και αποτελούν τα βασικά τροπάρια που επαναλαμβάνονται στις ιερές ακολουθίες της ημέρας. Η ονομασία α. προήλθε πιθανώς από το ότι αυτό ψάλλεται κατά την απόλυση του όρθρου και του εσπερινού ή ίσως επειδή επαναλαμβάνεται συνεχώς μετά τον στίχο «Νυν απολλύεις τον δούλο Σου, δέσποτα». Α. περιέχονται στα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, δηλαδή στο Τριώδιο, το Πεντηκοστάριο, το Ανθολόγιο, το Ωρολόγιο, τα Μηναία και την Οκτώηχο.
* * *το (AM ἀπολυτίκιον, μσν. κ. -τίκιν)τροπάριο που ψάλλεται στη μνήμη αγίου ή εορτής.[ΕΤΥΜΟΛ. Όπως το απολυτική επιστολή του μεσαίωνα έγινε αργότερα απλώς απολυτική, έτσι και το απολυτικός ύμνος, δηλ. ο ύμνος που ψαλλόταν κατά την λήξη της λειτουργίας, έγινε απλώς απολυτικός. Από το ουσιαστικοποιημένο αυτό απολυτικός σχηματίστηκε το απολυτίκιον (πρβλ. αποστολικός > αποστολίκιον κ.ά.) (Ανθ. Παπαδόπουλος, «Αθηνά» 40)].
Dictionary of Greek. 2013.